σούβλα — σούβλα, η και σούγλα, η (λ. λατ.), αιχμηρή σιδερένια ράβδος για το ψήσιμο αρνιών κτλ.: Στην ταβέρνα αυτή βρίσκεις πάντα αρνάκι της σούβλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουβλάκι — το, Ν [σούβλα] 1. μικρή σούβλα 2. συνεκδ. είδος πρόχειρου εδέσματος, μικρά κομμάτια κρέατος που ψήνονται περασμένα σε μικρή σούβλα ή περιτυλίγονται με μικρή στρογγυλή πίτα μαζί με ντομάτα, κρεμμύδι και τζατζίκι … Dictionary of Greek
σουβλίζω — ΝΜ, και σουγλίζω Ν [σούβλα / σούγλα] 1. περνώ στη σούβλα, οβελίζω 2. τρυπώ με σούβλα νεοελλ. 1. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπίζω, παλουκώνω («οι Τούρκοι σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο») 2. φρ. «μέ σουβλίζει ένας πόνος» αισθάνομαι οξύ και… … Dictionary of Greek
αμφώβολος — ἀμφώβολος, ο (ΑΜ) 1. ακόντιο ή οβελός με αιχμή και στα δύο άκρα 2. (ως επίθ. στον πληθ. τού ουδ.) τὰ ἀμφώβολα α) (για τα θυσιαζόμενα ζώα) ψημένα στη σούβλα β) κατά τον Ευστάθιο, η μαντεία κατόπιν εξετάσεως τών σπλάχνων από τα θυσιαζόμενα ζώα.… … Dictionary of Greek
οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… … Dictionary of Greek
σκώλος — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στον Κιθαιρώνα, όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, εκεί κατασπαράχτηκε από τις Μαινάδες ο βασιλιάς Πενθέας, επειδή είχε περιφρονήσει τη λατρεία του Διόνυσου. * * * (I) ὁ, Α 1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο,… … Dictionary of Greek
σουβλί — το / σουβλί(ο)ν, ΝΜ, και σουγλί Ν [σούβλα / σούγλα] 1. μικρή σούβλα 2. καθετί το οξύ, το μυτερό 3. μεταλλικό εργαλείο τών υποδηματοποιών με το οποίο τρυπούν το δέρμα … Dictionary of Greek
σουβλίτσα — η, Ν [σούβλα] μικρή σούβλα, σουβλάκι … Dictionary of Greek
σουβλιά — η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν [σούβλα / σούγλα] τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης 2. τα… … Dictionary of Greek
σουγλιταριά — η / σουγλιταρέα, ΝΜ, και σουβλιταριά Ν (περιλπτ.) η σούβλα μαζί με το σουβλιστό κρέας («ἐκεῑ βρα κρέας καὶ ψήνασιν σουγλιταρέαν μεγάλην», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σούγλα / σούβλα + κατάλ. αριά (πρβλ. συκωτ αριά)] … Dictionary of Greek